Η Τουρκία «παίζει με τη ρωσική... φωτιά»: Έρχονται δασμοί 500% από ΗΠΑ και ενεργειακή αγχόνη – Μοιραίο το επόμενο λάθος


Σε μια περίοδο που η ενεργειακή γεωπολιτική βρίσκεται ένα βήμα πριν από την έκρηξη, η Άγκυρα επιλέγει να βαδίσει σε τεντωμένο σχοινί.Σε δηλώσεις που προκαλούν διεθνή ανησυχία, ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας Alparslan Bayraktar ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία θα συνεχίσει να εισάγει ρωσικό φυσικό αέριο και «δεν βλέπει κινδύνους για τις μελλοντικές προμήθειες».
{inAds}
Η τοποθέτηση αυτή δεν είναι απλά ρητορική: αντικατοπτρίζει την επίμονη επιλογή της τουρκικής κυβέρνησης να στηρίζει την ενεργειακή της ασφάλεια σε μακροχρόνιες σχέσεις με τη Ρωσία - ακόμη και ενώπιον νέων αμερικανικών πρωτοβουλιών για επιβολή κυρώσεων.

Η Άγκυρα δηλώνει ότι η στρατηγική της βασίζεται πρωτίστως σε «εθνικά συμφέροντα» και όχι σε εξωτερικά πολιτικά σήματα, όμως η απόφαση αυτή μετατρέπει την Τουρκία σε έναν κρίσιμο κόμβο στον οποίο ελλοχεύουν τεράστιες γεωπολιτικές αναταράξεις.
Η ιστορία της εξάρτησης δεν είναι καινούργια: οι προμήθειες ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με συμφωνίες ακόμα και με την ΕΣΣΔ, και σήμερα περίπου το ήμισυ των αναγκών της Τουρκίας σε φυσικό αέριο καλύπτεται από τη Ρωσία.

Το τουρκικό Υπουργείο Ενέργειας χαρακτηρίζει αυτό το κανάλι ως βασικό στοιχείο ενεργειακής ασφάλειας — και αντιλαμβάνεται τυχόν εξωτερική πίεση περισσότερο ως ζήτημα για διπλωματική απάντηση παρά ως λόγο αλλαγής της αγοράς.
Όμως τα γεγονότα τρέχουν: οι μακροχρόνιες συμβάσεις Gazprom–Botas λήγουν το 2025, και η ανάγκη έγκαιρης ανανέωσης για να διασφαλιστούν οι ροές μέσω Turkish Stream και Blue Stream είναι κρίσιμη.

Οι συνομιλίες βρίσκονται σε εξέλιξη και οι τηλεφωνικές επαφές κορυφής μεταξύ προέδρων Ρωσίας και Τουρκίας δείχνουν πρόθεση παράτασης, αλλά σε μια τόσο ρευστή διεθνή συγκυρία καμία συμφωνία δεν είναι δεδομένη.
{inAds}
Η ενεργειακή «επένδυση» της Τουρκίας στη Ρωσία δεν περιορίζεται στο αέριο.
Η Άγκυρα αγοράζει σημαντικές ποσότητες ρωσικού πετρελαίου και προϊόντων, τα οποία συχνά διυλίζει και επανεξάγει στην Ευρώπη, αποκομίζοντας σημαντικά οικονομικά οφέλη και ενισχύοντας τον ρόλο της ως περιφερειακού ενεργειακού κόμβου.

Αυτό το επιχειρηματικό σχήμα, ωστόσο, απειλείται άμεσα από τους νέους ευρωπαϊκούς περιορισμούς: από τον Ιανουάριο τίθενται σε εφαρμογή κανόνες που περιορίζουν προϊόντα πετρελαίου που προέρχονται από ρωσικό αργό - ακόμη και αν έχουν υποστεί διύλιση σε τρίτες χώρες.

Το «παραθυράκι» της επανεξαγωγής κινδυνεύει να κλείσει, και με αυτό να συρρικνωθούν σημαντικές πηγές εσόδων και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για τουρκικές εταιρείες διύλισης.

Πίεση από τις ΗΠΑ

Παράλληλα, η πίεση από τις ΗΠΑ κλιμακώνεται: στο Κογκρέσο προωθείται νομοσχέδιο, με υποστήριξη από τον Donald Trump, που προβλέπει ακόμα και δασμούς 500% σε προϊόντα από χώρες που συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικούς υδρογονάνθρακες, ουράνιο και άλλα αγαθά.

Εάν ο νόμος αυτός περάσει, οι συνέπειες θα είναι δραματικές και πολυεπίπεδες: όχι μόνο θα επιτεθεί στις εμπορικές ροές Ουάσινγκτον–Άγκυρας, αλλά θα προκαλέσει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής για τις οποίες οι ρωσικοί ενεργειακοί πόροι παραμένουν ζωτικοί.
Μιλάμε για έναν δυνητικό οικονομικό σεισμό που μπορεί να αναδιαμορφώσει αλυσίδες εφοδιασμού και συμμαχίες ετών.

Για την Τουρκία, η ανανέωση των συμβάσεων Gazprom–Botas δεν είναι απλώς οικονομικό ζήτημα: η διατήρηση ανταγωνιστικών τιμών, προβλέψιμων όγκων και του ρόλου της ως κόμβου εξαρτώνται από αυτήν.
Η Άγκυρα επιμένει ότι θα επιδιώξει διπλωματικές λύσεις σε εξωτερικές πιέσεις — όμως όταν το νομικό και εμπορικό πλαίσιο της Ευρώπης και των ΗΠΑ αλλάζει ραγδαία, οι επιλογές στενεύουν.

Το δίλημμα είναι ωμό: να συνεχίσει να καρπώνεται τα βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη από την επεξεργασία ρωσικών πρώτων υλών, ή να ρισκάρει πλήγμα στις διεθνείς σχέσεις και στις εξαγωγικές δυνατότητές της.
Η εικόνα ολοκληρώνεται με τον πλέον ανησυχητικό τρόπο: μια χώρα που θεωρεί την ρωσική ενέργεια «θεμέλιο» της ασφάλειάς της, απέναντι σε μια παγκόσμια κοινότητα που σκληραίνει τη στάση της απέναντι στη Ρωσία.

Η επιλογή της Τουρκίας να αγνοήσει ή να αψηφήσει τα νέα δεδομένα για χάρη εθνικών συμφερόντων μπορεί γρήγορα να μετατραπεί σε παγίδα — όχι μόνο για την οικονομία της, αλλά για τη σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής.
Και σε ένα παιχνίδι με τόσο υψηλά στοιχήματα, το επόμενο λάθος μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο.